- ηνιοχικός
- -ή, -ό (AM ἡνιοχικός, -ή, -όν) [ηνίοχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχικήη τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμαμσν.-αρχ.ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο επιδέξιος στο να οδηγεί άρμα («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», Ευστ.)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡνιοχικήη τέχνη τού ηνιόχου.επίρρ...ἡνιοχικῶς (Μ)με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο τού ηνιόχου.
Dictionary of Greek. 2013.